«Ένα καράβι άραξε κάποτε σε μια παραλία της Θράκης. Οι ναύτες του ήταν Αθηναίοι πολεμιστές που επέστρεφαν στην πατρίδα τους μετά την κατάληψη της Τροίας και έκαναν εκεί στάση για ξεκούραση και ανεφοδιασμό. Οι ναύτες συνάντησαν μια παρέα από κορίτσια που έπαιζαν στην ακρογιαλιά. Ανάμεσά τους ήταν και η Φυλλίδα η κόρη του βασιλιά Σίθωνα. Ο Δημοφώντας επικεφαλής της ομάδας, γιος του Θησέα, ζήτησε από τα κορίτσια να μην φοβούνται, οι άνδρες έψαχναν απλά μια πηγή για να γεμίσουν με νερό τα άδεια τους δοχεία. Η βασιλοπούλα γοητευμένη από τους ευγενικούς τρόπους του νεαρού Δημοφώντα και εμπιστευόμενη το ένστικτό της κάλεσε τους στρατιώτες στο παλάτι όπου τους φιλοξένησαν με τιμές. Η πριγκιποπούλα γοητεύτηκε από την στάση και το παράστημα του Δημοφώντα. Μα και κείνος δεν έμεινε αδιάφορος από την χάρη και την ομορφιά της κόρης. Ο Έρωτας δεν άργησε να έλθει. Ήταν φλογερός και αμοιβαίος. Τον γάμο των δυο νέων ευλόγησε ο βασιλιάς Σίθωνας εκτιμώντας το ήθος και την ευγενική καταγωγή του γαμπρού του. Τίμησε δε την ένωση αυτή με πλούτη και γη από το βασίλειο του φροντίζοντας να μην λείψει τίποτα από τους νεόνυμφους.
Όμως την χαρά και την ευτυχία του έγγαμου βίου του, σκίαζε για το νεαρό βασιλόπουλο η νοσταλγία της πατρίδας του. Έτσι ζήτησε από την νεαρή σύντροφό του να του επιτρέψει να ταξιδέψει για λίγο μέχρι την Αθήνα.
Η κοπέλα διστακτικά δέχτηκε και μετά από λίγο τον αποχαιρετούσε φιλώντας τον τρυφερά και κουνώντας του το μαντίλι του αποχαιρετισμού παρακαλώντας τον να μην καθυστερήσει διόλου την επιστροφή του μα να βρεθεί σύντομα πάλι κοντά της.
Το ταξίδι όμως είναι μακρύ και χρονοβόρο και στην Αθήνα φίλοι και συγγενείς καθυστερούσαν την αναχώρηση του νέου.
Οι μήνες περνούσαν και η γλυκιά προσμονή της κόρης μετατράπηκε σε αβάσταχτο μαρτύριο. Φοβόταν πως κάτι άσχημο είχε συμβεί στον καλό της και ανυπόφορος πόνος σκέπαζε την ψυχή της. Όμως ο ατελείωτος χρόνος της προσμονής και οι μαύρες σκέψεις δεν έσβηναν μέσα της την ελπίδα της επιστροφής του. Ήξερε πως τα αισθήματα και των δύο ήταν τόσο δυνατά που τίποτε στον κόσμο δεν θα τα διέλυε. Γιατί όμως αργούσε τόσο πολύ; Πόθος και αγωνία κατέτρωγε την κοπέλα. Κάθε ξημέρωμα πήγαινε στο σημείο του αποχαιρετισμού και περίμενε. Στέκονταν εκεί ακίνητη με το χέρι να σκιάζει τα μάτια της και το βλέμμα καρφωμένο στο βάθος του ορίζοντα εκεί ακριβώς που χάθηκε ο αγαπημένος της. Ήξερε πως δεν την είχε ξεχάσει. Όμως η κόρη έσβηνε μέρα με την μέρα. Είχε γίνει πια τόσο χλωμή και αδύνατη που οι θεοί την λυπήθηκαν και για να μην υποφέρει άλλο την μεταμόρφωσαν σε όμορφο λυγερόκορμο δέντρο, την Αμυγδαλιά.
Κι ο Δημοφώντας όμως δεν μπορούσε μακριά από την αγαπημένη του. Αγνοώντας τις νουθεσίες φίλων και συγγενών να παραμείνει μέχρι να ανοίξει ο καιρός, εκείνος ξεκίνησε μες στην καρδιά του χειμώνα το ταξίδι της επιστροφής.
Μες στον βοριά το κρύο και το χιόνι περπατούσε όταν έφτασε στην Θράκη.
Αναζητώντας την αγαπημένη του έφτασε στο σημείο του αποχαιρετισμού. Εκεί ακριβώς είδε να στέκεται ένα ψηλό ξεραμένο δέντρο χωρίς καρπούς και φύλλα. Ο νέος κατάλαβε τι είχε συμβεί και βγάζοντας κραυγή πόνου με δάκρυα στα μάτια αγκάλιασε σφιχτά τον ξερό κορμό σαν να αγκάλιαζε το σώμα της αγαπημένης του.
Και τότε σαν από θαύμα, ζωή πλημμυρίζει το άψυχο ξύλο και στα τα γυμνά κλαδιά του δέντρου εμφανίζονται πανέμορφα μικρά λευκά άνθη που αναδύουν λεπτή ευωδία.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου